- προκαθαριεύω
- προκᾰθᾰριεύω,A keep oneself pure before, Paus.7.26.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαθαριεύω — Α [καθαριεύω] διατηρώ τον εαυτό μου εκ τών προτέρων καθαρό … Dictionary of Greek
προκαθαριεύσαντες — προκαθαριεύω keep oneself pure before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)